- ενοφθαλμίζω
- ενοφθάλμισα, ενοφθαλμίστηκα, ενοφθαλμισμένος, μτβ.1. (για φυτά), κεντρώνω, μεταμοσχεύω, μπολιάζω.2. (ιατρ.), βάζω στον οργανισμό ανθρώπου ή ζώου λοιμώδη ιό ή θεραπευτικό εμβόλιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.